θεαγγελεύς

θεαγγελεύς
θεαγγελεύς, έως, ,
A one who proclaims a festival, Hsch.:—fem. [full] θεάγγελις, ιδος, name of an intoxicating herb, used by the Magi, Plin. HN24.164.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεαγγελεύς — θεαγγελεύς, έως, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκηρύσσει εορτή ή πανήγυρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + αγγέλλω, κατά τα ονόματα σε εύς (πρβλ. γραφ εύς, ιππ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • θεαγγελεύς — one who proclaims a festival masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαγγελεῖς — θεαγγελεύς one who proclaims a festival masc acc pl θεαγγελεύς one who proclaims a festival masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεάγγελις — θεάγγελις, ιδος, ἡ (Α) ονομασία δηλητηριώδους βοτάνου που χρησιμοποιούσαν οι μάγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τού θεαγγελεύς*] …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”